ἐπιπλήξει

ἐπιπλήξει
ἐπίπληξις
blame
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιπλήξεϊ , ἐπίπληξις
blame
fem dat sg (epic)
ἐπίπληξις
blame
fem dat sg (attic ionic)
ἐπιπλήσσω
strike
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιπλήσσω
strike
fut ind mid 2nd sg
ἐπιπλήσσω
strike
fut ind act 3rd sg
ἐπιπλήσσω
strike
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιπλήσσω
strike
fut ind mid 2nd sg
ἐπιπλήσσω
strike
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπιτίμητος — ἀνεπιτίμητος, ον (Α) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να επιτιμήσει, να επιπλήξει 2. που δεν τιμωρήθηκε, ατιμώρητος …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”